Τα Μάταλα ήταν το αρχαίο λιμάνι της Φαιστού και της Γόρτυνας, μια
κοινότητα ψαράδων που μετέπειτα εξελίχτηκε σε ένα σύγχρονο μέρος
διακοπών. Βρίσκεται νοτιοδυτικά σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το χωριό
Πιτσίδια και 65 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Τα Μάταλα είναι κτισμένα
στην παραλιακή ακτή του κόλπου της Μεσσαράς σε ένα μικρό και γραφικό
κολπίσκο.
Το μπλε χρώμα της θάλασσας μαζί με το κόκκινο χρώμα του ήλιου στον
ορίζοντα την ώρα της δύσης του, δημιουργούν μία ποικιλία χρωμάτων που
προκαλούν πρωτότυπες συγκινήσεις.
Τα Μάταλα ήταν το λιμάνι της Φαιστού κατά τη διάρκεια της Μινωικής
περιόδου, μετά από την καταστροφή του Κομμού και του λιμανιού της
Γόρτυνας κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου όταν η Γόρτυνα ήταν
γνωστή σαν η πρωτεύουσα της Κρήτης από τους Ρωμαίους. Τότε οι κάτοικοι
της «κατέλαβαν» τα Μάταλα περί το 220 Π.Χ. Ερείπια της αρχαίας πόλης είναι ακόμα ορατά στον πυθμένα της θάλασσας
μιας και η πόλη βυθίστηκε πριν από πολλά χρόνια. Οι αρχαιολογικές
ανασκαφές έχουν φέρει στο φώς μερικά στοιχεία των παλατιών που κτίστηκαν
για τους ευγενής από τις αρχαίες πόλεις Φαιστός και Γόρτυνα. Υπάρχει επίσης μια σπηλιά γνωστή ως «Βρουτοσπελιανά» οπού ο μύθος λέει ότι την χρησιμοποιούσε ο Ρωμαίος αρχηγός Βρούτος.
Εξ' αιτίας της εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, τα Μάταλα έγιναν χώρος
συνάντησης για τα «παιδιά των λουλουδιών» το 1968. Αν και η ιδέα τους
απέτυχε να πραγματοποιήθει, αποζημιώθηκαν από την ασύγκριτη ομορφιά της
περιοχής η οποία δίνει τόσες πολλές αντιθέσεις ενάντια στην έννοια της
καταστροφής και του πολέμου.
Ο θαυμάσιος κολπίσκος των Ματάλων χαρακτηρίζεται ως μία από τις
καλύτερες παραλίες της Κρήτης. Οι τεχνητές σπηλιές που έχουν σκαλιστεί
στην πλαγιά του βουνού της ακτής, έχουν χρησιμοποιηθεί πιθανώς ως
προϊστορικές κατοικίες και τοποθεσίες λατρείας, ενώ κατά τη διάρκεια του
πρώτου και δεύτερου αιώνα χρησιμοποιήθηκαν ως τάφοι. Οι σπηλιές σε συνδυασμό με την αμμώδη παραλία, διαμορφώνουν ένα
ημικύκλιο και στις δύο πλευρές από τις οποίες προβάλουν επάνω υψωμένοι
βράχοι όπου και γίνονται πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 οι σπηλιές φιλοξενούσαν μια
κοινότητα χίπις. Σήμερα οι τάφοι / σπηλιές των Ματάλων προστατεύονται
από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Το φρούριο του Κούλε στον λόφο Καστρί είναι ένα από τα μέρη που αξίζει να το επισκεφθεί κανείς. Υπάρχει επίσης μια εκκλησία που ξεπροβάλει μέσα από ένα βράχο,
αφιερωμένη στην Παναγία. Θα την χαρακτηρίζαμε περισσότερο σαν μία
κατακόμβη που χρησιμοποιήθηκε από τους πρόωρος Χριστιανούς κατά τη
διάρκεια των διωγμών. Νότια από τα Μάταλα υπάρχει ένας τεράστιος σχηματισμός βράχου γνωστός ως
ο βράχος της Θεοσύνης, ο οποίος προσφέρει μια πανοραμική θέα του κόλπου
της Μεσσαράς. Ο βράχος προεξέχει από τη θάλασσα που με τα χρόνια έχει
αποσπάσει ένα μεγάλο κομμάτι για να διαμορφώσει μια φυσική θαλάσσια
σπηλιά που ονομάζεται «Κουρουπί». Αυτή η σπηλιά παρέχει καταφύγιο σε
άγρια περιστέρια και στην Μεσογειακή φώκια.
Η ομορφιά της ακτής συνεχίζει και νότια από την σπηλιά Κουρουπί, όπου
μετά από μια πορεία κατά μήκος του βράχου, φθάνετε στη γοητευτική
παραλία της «Κόκκινης Άμμου», μια τοποθεσία με ιδιαίτερη σημασία.
MATALA BEACH FESTIVAL NOWDAYS
Matala Beach first found international fame in the late 1960s &
70s when it became a destination for young travellers during their
journeys along the legendary ‘hippie trail’. These visitors would stay
at the peaceful village of Matala for months at a time, taking up
residence in the ancient caves on the beach. Matala provided an idyllic
escape from the increasingly hectic world. It became the temporary home
for thousands of young writers, poets, songwriters and travellers all
dreaming of a peaceful world.
The international press increased
their interest in this unique destination and its young hippie cave
community in the early 1970s when songwriter Joni Mitchell took up
residence and detailed her cave experiences in the songs on her
critically acclaimed ‘Blue’ album.
The local police eventually
brought this era to an end in the late 70s by making it illegal for
young international travellers to reside in the caves. However, the
legend lived on and Matala has been a popular destination ever since for
visitors of all ages who are attracted by the cultural heritage.
In
June 2011 a book launch party celebrating the unique Matala hippie
heritage drew 35,000 visitors to the beach to enjoya weekend of music
and art. In June 2012 the weekend attracted 58,000 music and art fans.
There
is something special about Matala Beach. Something special that you
only understand once you have stood in the caves and looked out across
the beach at the village. As the original graffiti on their harbour wall
states…..Today Is Life. Tomorrow Never Comes.
Η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας
Τριάδος των Τζαγκαρόλων είναι ένα από τα πιο σημαντικά μοναστηριακά
συγκροτήματα του τέλους της Βενετοκρατίας στην Κρήτη με πλούσια προσφορά
στην Ιστορία και την Παιδεία του νησιού. Βρίσκεται στους πρόποδες της
οροσειράς του Σταυρού, στη θέση "Τζομπόμυλος" του ακρωτηρίου Μελέχα.
Σύμφωνα με την παράδοση που επιβεβαιώνεται και από
έγγραφα των αρχείων της Βενετίας, κτίστηκε από τους αδελφούς Ιερεμία και
Λαυρέντιο Τζαγκαρόλους που καταγόταν από μεγάλη Βενετοκρητική
οικογένεια και είχαν ισχυρή επιρροή τόσο στον Ορθόδοξο πληθυσμό όσο και
στους Καθολικούς Βενετούς. Ο Ιερεμίας ήταν ένας σπουδαίος λόγιος, φίλος
του μεγάλου Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελετίου Πηγά και υποψήφιος ο ίδιος
για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν κάτοχος της Ελληνικής
και Λατινικής παιδείας, όπως φαίνεται από τα γραφτά του, αλλά και τις
δίγλωσσες επιγραφές που σώζονται σε μεγάλο αριθμό στα κτίσματα της
Μονής. Η παιδεία του και οι γνώσεις του πάνω στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή
Αρχιτεκτονική της εποχής του είναι φανερές από το ίδιο το συγκρότημα που
σχεδίασε και έκτισε και όπου έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες επιδράσεις
από το Βερονέζο αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Sebastiano Serlio.
Στη
θέση της Αγίας Τριάδος υπήρχε μικρή Μονή που ανήκε στον ιερομόναχο
Ιωακείμ Σοφιανό και η οποία ήταν σε παρακμή μετά το θάνατό του. Για το
λόγο αυτό ανατέθηκε από τις Βενετσιάνικες αρχές στον ιερομόναχο της
Μονής της Αγίας Κυριακής Ιερεμία Τζαγκαρόλο η ανασυγκρότησή της το 1611.
Ο Ιερεμίας αρχίζει την ανοικοδόμηση ενός πολύ μεγάλου συγκροτήματος που
θα συνεχίσει ο αδελφός του Λαυρέντιος μετά το θάνατό του, γύρω στα
1634. Στα 1645 τα Χανιά πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και διακόπτονται
οι οικοδομικές εργασίες που είχαν φτάσει στη βάση του μεγάλου τρούλου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Μονή είναι γνωστή ως Selvili Manastir (το
Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια) και βρίσκεται συχνά σε δύσκολη θέση, όπως
μας πληροφορούν τα έγγραφα και οι περιηγητές. Στη μεγάλη ελληνική
επανάσταση του 1821 οι μοναχοί φεύγουν χωρίς όμως να προλάβουν να
κρύψουν τα πολύτιμα κειμήλια που καίγονται από την πυρπόλησή της, ή
αρπάζονται.
Μετά από την επανάσταση η Μονή ανασυγκροτείται και
ολοκληρώνονται οι οικοδομικές εργασίες. Στα χρόνια αυτά είχε αποκτήσει
μεγάλη κτηματική περιουσία και είχε πολλά εξαρτήματα (μετόχια), ακόμη
και στη Σμύρνη.
Η μονή από τα έσοδά της συμβάλει στη συντήρηση των
Ελληνικών σχολείων των Χανίων, ενώ από το 1892 λειτουργεί
Ιεροδιδασκαλείο στα κτίσματα που κατασκευάζονται στην ανατολική πτέρυγα.
Σήμερα, μετά από πολλές ιστορικές περιπέτειες, η Μονή εξακολουθεί να
παίζει σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική και οικονομική ζωή της Κρήτης. Με
πλήθος επισκεπτών, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του τόπου
για την ανάδειξη του οποίου φροντίζει επιμελώς η αδελφότητα της Μονής σε
αγαστή συνεργασία με το ΥΠΠΟ και την τοπική 28η Εφορεία Βυζατινών
Αρχαιοτήτων Χανίων.
Μια παρέα ανθρώπων που τους ενώνει η αγάπη τους για περίπου το ίδιο στυλ
μουσικής. Όλα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2012 στο Ηράκλειο της Κρήτης,
όταν και μπήκαν οι πρώτες βάσεις. Από τότε, κύλησε αρκετό νερό στο
αυλάκι και το μόνο σίγουρο είναι πως έχει να κυλήσει πολύ ακόμα. Πάνω
από όλα, οι εμπλεκομενοι στο σταθμό, τον αντιμετωπίζουμε σαν μια ωραία
περιπέτεια και περιμένουμε να δούμε πού θα μας οδηγήσει. Βασική
προϋπόθεση, να περνάμε καλά εμείς και να το μεταδίδουμε σε εσάς, τους
ακροατές...
Plot :A brigade of firemen break down the door of an apartment in Paris to find the corpse of Anne (Emmanuelle Riva) lying on a bed, adorned with cut flowers.
Flashback several months. Anne and her husband Georges (Jean-Louis Trintignant),
both retired piano teachers in their eighties, attend a performance by
one of Anne's former pupils. The next morning while they are eating
breakfast, Anne silently suffers a stroke.
She sits in a catatonic state, not responding to Georges. She comes
around as Georges is about to get help, but doesn't remember anything
that took place. Georges thinks she was playing a prank on him. Anne is
unable to pour herself a drink.
Anne undergoes surgery on a blocked carotid artery, but the surgery
goes wrong, leaving her paralyzed on her right side and confined to a
wheelchair. She makes Georges promise not to send her back to the
hospital or into a nursing home. Georges becomes Anne's dutiful, though
slightly irritated, caretaker. One day, Anne tells Georges that she
doesn't want to go on living.
The pupil whose performance they attended stops by and Anne gets
dressed up and carries on a lively conversation during the visit, giving
Georges hope that her condition was temporary. However, she soon
suffers a second stroke that leaves her demented and incapable of
coherent speech. Georges continues to look after Anne, despite the
strain it puts on him.
Georges begins employing a nurse three days a week. Their daughter, Eva (Isabelle Huppert),
wants her mother to go into care, but Georges says he will not break
the promise he made to his wife. He employs a second nurse, but fires
her after he discovers her mistreating his wife.
One day, Georges sits next to Anne's bedside and tells her a story of
his childhood, which calms her. As he reaches the story's conclusion,
he picks up a pillow and smothers her.
Georges returns home with bundles of flowers in his hands, which he
proceeds to wash and cut. He picks out a dress from Anne's wardrobe and
writes a long letter. He tapes the bedroom door shut and catches a
pigeon which has flown in from the window. In the letter, Georges
explains that he has released the pigeon. Georges imagines that Anne is
washing dishes in the kitchen and, speechless, he gazes at her as she
cleans up and prepares to leave the house. Anne calls for Georges to
bring a coat, and he complies, following her out the door.
The film concludes with a continuation of the opening scene, with Eva
seated in the living room, after she has wandered around the now-empty
hom
Το Φουρνί είναι ένας μεγάλος κατάφυτος λόφος κοντά στις γραφικές Αρχάνες, περίπου 12km νότια του Ηρακλείου. Παίρνει το όνομα του από το ομώνυμο προμινωϊκό νεκροταφείο που βρίσκεται εδώ, δίπλα στο Κνωσσανό φαράγγι. Η πρόσβαση γίνεται μέσα από τις Κάτω Αρχάνες, όπου υπάρχουν πινακίδες.
Στο λόφο του Φουρνιού υπάρχει ένα μικρό
δασάκι, το οποίο είναι τεχνητό. Παρόλο που είναι τεχνητό, είναι
πραγματικά πανέμορφο και αξίζει να κάνετε μια εκδρομή ως εκεί. Στο
δασάκι υπάρχουν πολλά πεύκα και κυπαρίσια, που ξεπροβάλουν ανάμεσα από
μεγάλους βράχους.
Το δασάκι στο Φουρνί είναι ιδανικό για
πεζοπορία, ενώ οι πολλές διαδρομές μέσα αυτό το έχουν κάνει αγαπητό σε
ποδηλάτες mountain bike. Στο Φουρνί υπάρχει ένα όμορφο πέτρινο θεατράκι,
από όπου η θέα στις απέναντι Αρχάνες, αλλά και στη Ντία είναι εκπληκτική.
Λίγο παραπέρα από το θεατράκι
βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του προμινωϊκού νεκροταφείου
(2400πΧ-2200πΧ), το οποίο μάλιστα είναι το μεγαλύτερο προϊστορικό
νεκροταφείο του Αιγαίου. Στο Φουρνί εξακολουθούν να πραγματοποιούνται
ανασκαφές, οι οποίες έχουν φέρει πολλαπλά σημαντικότατα ευρήματα από
τάφους. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν μαρτυρούν ότι οι Αρχάνες είχαν
σχέσεις με το Αιγαίο, την Αίγυπτο και την Ανατολή. Το σημαντικότερο,
ίσως, εύρημα είναι η ασύλητη σαρκοφάγος της «βασίλισσας», όπου βρέθηκαν
αμύθητης αξίας κοσμήματά (πάνω από 140) και άλλα αντικείμενα που θα
έπαιρνε μαζί της στον άλλο κόσμο, αλλά και υπολείματα από τη θυσία ενός
βοδιού και ενός αλόγου. Πολλά από τα ευρήματα εκτίθενται στο μουσείο των
Αρχανών, αλλά του Ηρακλείου
Στα μέσα του
προηγούμενου αιώνα, το Φουρνί ήταν μια ξερή βουνοκορφή με βράχια, που
ανήκε στην κοινότητα των Κάτω Αρχανών. Πριν ιδρυθεί το Πανεπιστήμιο
Κρήτης, η κοινότητα είχε προτείνει να δωρίσει την έκταση αυτή για να
κτιστεί εκεί το Πανεπιστήμιο. Σήμερα, το μόνο που μπορεί να πει κάποιος,
είναι ευτυχώς που δεν έγινε αυτό, καθώς το Φουρνί είναι πανέμορφο.
Συμμετοχή στην κοπή πίτας του Ομιλου Υπεραποστάσεων Κρήτης στη Κριτσά Λασιθίου, την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013 με παράλληλη διοργάνωση αγώνων τρεξίματος 7 χλμ., Ποδηλασίας κατηγορίας Mountain Bike και Πεζοπορίας . .
Η Κριτσά είναι χωριό που βρίσκεται στο νομό Λασιθίου
και είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού Κάστελλος σε
υψόμετρο περίπου 365 μέτρων. Στο χωριό κατοικούν περίπου 2200
απογεγραμμένοι κάτοικοι.
Είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της Κρήτης
και διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακόμη αναλλοίωτη την παλιά αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της. Οι κάτοικοι της είναι απόγονοι της Λατούς Ετέρας, της οποίας τα ερείπια βρίσκονται 3 χλμ.
βοριοανατολικά του χωριού. Από τις λίγες ανασκαφές που έχουν γίνει ως
τώρα στην Κριτσά, ήρθαν στο φως ο χώρος της αγοράς με το Πρυτανείο, την
εξέδρα και το Ιερό της Πόλης.
Αδιάκοπη είναι η παρουσία ανθρώπων στο
χώρο της Κριτσάς τουλάχιστον από τα υστερομινωικά χρόνια και μετά.
Θεωρείται βέβαιη η ακμή της στα Βυζαντινά χρόνια. Αν και ερημώθηκε από
τους Άραβες (823), κατοικήθηκε ξανά το 961 και γνώρισε νέα άνθηση στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (13ος και 14ος αιώνας). Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Κρήτης καθ' όλο το Μεσαίωνα. Το 1867
έγινε έδρα Δήμου που συμπεριλάμβανε τον Κρούστα, την Πρίνα, το Καλό
Χωριό, το Μαρδάτι, τον Άγιο Νικόλαο, τα Μέσα Λακώνια και τις Τάπες.
Blame it on Fidel (French: La Faute à Fidel) is a 2006 French drama film directed by Julie Gavras.
Plot summary
A 9-year-old girl, Anna de la Mesa (played by Nina Kervel), weathers big changes in her household as her parents become radical political activists in 1970-71 Paris. Her Spanish-born lawyer father Fernando (played by Stefano Accorsi) is inspired by his sister's opposition to Franco and by Salvador Allende's victory in Chile; he quits his job and becomes a liaison for Chilean activists in France. Her mother (played by Julie Depardieu) a Marie Claire journalist-turned-writer documenting the stories of women's abortion
ordeals, supports her husband and climbs aboard the ideological
bandwagon. As a result, Anna's French bourgeois life is over. She must
adjust to refugee nannies, international cuisine and a cramped apartment
full of noisy revolutionaries.
The film covers an array of philosophy and ideology - everything from Communism to Catholicism to Greek and Asian mythology
- which Anna must reconstruct from confusion into her own set of
beliefs. As she negotiates her way through this ideological maze and
ultimately internalises her parents' objectives, she must deal with
stereotyping, misinformation, the potential hypocrisy of ideology and the potentially false hope of idealism.
Awards
Blame it on Fidel won the MPA's Michel D'Ornano Prize for a promising first French film.
Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013
Simply right . . .
Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013
''. . . Ο Ερωτας είναι μια ομίχλη που εξατμίζεται με το πρώτο φως της πραγματικότητας'' Charles Bukowski
Ένας κριτικός λογοτεχνίας χωρίζει από τη γυναίκα του και,
πεπεισμένος πως ο έρωτας δεν κρατάει πάνω από τρία χρόνια, αρχίζει να
γράφει ένα βιβλίο με ανάλογο θέμα που γίνεται μπεστ σέλερ. Η καινούρια
σχέση του με την Αλίς, με την οποία είναι τρελά ερωτευμένος, του αλλάζει
ιδέες, αλλά η τελευταία αρνείται να τον εμπιστευτεί.
Résumé
Marc Marronnier et Anne s'aiment, se marient, mais trois ans plus
tard, après l'ennui et la jalousie, Anne demande le divorce. Marc est
anéanti et s'enfonce dans les facilités offertes par son travail,
critique littéraire le jour et chroniqueur mondain la nuit, avec son ami
Jean-Georges, homme à femmes du milieu de la nuit, et Pierre et Kathy,
ses amis libertins. Au réveil d'une tentative de suicide par pendaison
après une prise d'alcool et de médicaments, Marc commence l'écriture de
son roman autobiographique, L'amour dure trois ans, où il exprime toute sa rancœur envers ce grand sentiment, l'Amour.
Cependant, son point de vue est ébranlé après sa rencontre avec
Alice, la femme de son cousin Antoine. Marc et Alice se croisent lors de
l'enterrement de la grand-mère de Marc et Antoine, et aussitôt, ils
tombent sous le charme l'un de l'autre. Avec le temps et les
rendez-vous, Marc et Alice finissent par devenir amants, puis Alice
quitte son mari. C'est à ce moment que le roman de Marc finit par être
publié par Francesca Vernesi, des éditions Grasset. Marc insiste
toutefois pour que l'ouvrage soit publié sous un pseudonyme, Féodor
Belvédère, autant pour éviter le jugement de ses confrères critiques et
de révéler la vérité à Alice. Le livre est un succès bien qu'il divise
la critique et les lecteurs, comme Alice qui n'a pas aimé, trouvant le
propos misogyne. Marc parvient à garder le secret sur le livre jusqu'au
jour où le livre reçoit le prix de Flore
et où Francesca profite de la cérémonie pour révéler l'identité de
Féodor Belvédère. Alice rompt aussitôt, se sentant trahie, et retourne
auprès de son mari.
Marc, à nouveau célibataire, va chercher le soutien de Pierre, qui va
se marier, et Jean-Georges, sans pour autant parvenir à oublier Alice.
Le père de Marc lui conseille de tourner la page et de profiter de la
vie comme il le fait depuis son divorce, tandis que sa mère, auteur
féministe, l'incite à la reconquérir. Marc commence donc à écrire des
lettres passionnées à Alice, avant de faire une déclaration passionnée à
la télévision sur le plateau du Grand Journal,
mais sans résultat. Marc s'enfonce alors dans l'alcool, et règle ses
comptes la nuit du mariage de Pierre et Kathy en faisant un discours
insultant sur les mariés et les invités avant de partir chez son cousin
pour les insulter à leur tour.
Pour tourner la page, Marc se lance donc dans un nouveau projet, un
documentaire sur l'amour. Son éditrice accepte de lui financer un séjour
de deux ans pour l'Australie afin qu'il réalise son documentaire et
qu'il écrive un deuxième roman. Jean-Georges organise alors une dernière
rencontre, lors de son mariage avec son professeur de surf, en invitant
Alice et lui expliquant la situation. Alice hésite mais part, quittant à
nouveau Antoine pour rejoindre Marc.
Taciturn, partially deaf Hanna (Polley) is a Yugoslavian native working in a factory in Northern Ireland.
She is forced to take a vacation by her boss, who tells her that her
co-workers have been offended by her lack of socializing. After
overhearing a conversation about a need for a nurse, she takes on a job
as private nurse for burn victim Josef (Robbins). He is bedridden on an
offshore oil rig after a fire on the rig, and has severe burns and is temporarily blinded. The rig is not operational awaiting an investigation, and few people remain on board.
Hanna talks very little, and especially does not want to talk about
herself. Despite his pain, Josef is constantly making jokes, some of
them humorous sexual advances. Hanna's care for him includes holding the
urinal and washing his entire body. As they get closer, they start
sharing their experiences. Unbeknownst to him, she listens over and over
again to a message on his cell phone from a mysterious woman who was in
love with him.
Hanna learns from a colleague that Josef was injured while trying to save a man who committed suicide
by intentionally throwing himself into the oil-rig fire. Some other
tragic connection between the two men is implied. He tells about a
near-drowning experience because he cannot swim. Eventually Josef
confides to Hanna his greatest secret guilt, and she tells him about her
previous life in the former Yugoslavia. She describes in detail the horrors she endured during the Balkan Wars (Yugoslav Wars), including being kidnapped and repeatedly raped. She tells of her own repeated torture and lets him feel the scars on her body from the wounds inflicted on her.
Josef is not getting better, and at Hanna's initiative he is
air-lifted off the oil rig to be taken to a hospital. When the
helicopter lands, Josef wants Hanna to accompany him, but she walks away
without a word. However, she leaves behind a backpack (apparently
intentionally), and it contains enough information to give Josef a
chance to find her. After he recovers, Josef travels to Denmark
to visit a counselor that Hanna had seen after fleeing the war, seeking
to learn more about her. He then tracks her down at the factory in
Northern Ireland where she works. They talk, and at first she keeps her
distance, saying she couldn't be with him because she thinks one day she
could drown them both in her sorrow. When he tells her that he will
"learn to swim," she reciprocates the love.
The title of the film is about how words can transmit much more than
they say. The secret world of each character is hidden but carried to
each other by words.
Awards and nominations
The film was nominated for five Goya Awards and won four of them, including best film of the year:
Syracuse (Colin Farrell),
called "Circus", is an Irish fisherman and former drunk, with a
daughter named Annie, who is suffering kidney failure and uses a
motorised wheelchair, and an ex-wife named Maura. One day, he finds a
young woman (Alicja Bachleda-Curus)
called Ondine in his net, whom he resuscitates. The woman is
disoriented, but refuses hospitalisation and doesn't want to be seen by
people, so Syracuse takes her to his deceased mother’s house. Later, at
dialysis, he tells Annie a story about a fisherman who pulled in his
nets and discovered a woman. Annie believes the woman in the net is a selkie.
A man is seen lurking around the docks seemingly looking for someone or
something. It is later revealed that Ondine is actually a Romanian drug
mule and the man lurking around the docks is the man Ondine works for
(her "pește").
The man finds Ondine and wants the backpack (full of drugs) she lost at
sea while trying to evade the Coast Guard (which is why Syracuse found
Ondine in the sea) The backpack is in the ocean inside a lobster trap;
as the Romanians are trying to get the trap, Ondine makes the Peste fall
overboard by pulling on the rope he is standing on. Syracuse grabs the
other one and dives into the water. The Peste drowns while trying to
open the lobster trap, while the other one is brought back to the boat
by Syracuse and is arrested ashore. In the end Syracuse marries Ondine
so she can stay in Ireland, but mostly because he and Annie love her.
Filming began on July 18, 2008 on location in Castletownbere in Ireland, and was scheduled to finish on August 6, 2008. Ondine had its European premiere as part of the Jameson Dublin International Film Festival on February 18, 2010 in Dublin, Ireland. The film was released in the United States on June 4, 2010 by Magnolia Pictures with a MPAA Rating of PG-13 for some violence, sensuality and brief strong language.
Reception
The film currently holds a 70% Fresh rating on Review Aggregate website Rotten Tomatoes based on 94 reviews. Critics have praised the film for its atmospheric almost dreamlike quality while some have criticized the ending.
Critics have also praised the performances of Colin Farrell and Alison
Barry as Annie, with Mary Pols stating: "Barry is such a relaxed and
strong performer that she manages to shrug off the burden of Annie's
precociousness."